- περιαθρῶν
- περιαθρέωinspect all roundpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαθρώ — έω ΜΑ 1. βλέπω γύρω με προσοχή, παρατηρώ κάτι επισταμένως («περιαθρῶν τὴν φύσιν», Πλάτ.) 2. κοιτάζω ολόγυρα («ἀνανεύσας τε καὶ περιαθρῶν ἐν κύκλῳ τὸ πλῆθος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή»] … Dictionary of Greek